- Ἰλιακά
- Ἰ̱λιακά , ἸλιακόςIlianneut nom/voc/acc plἸ̱λιακά̱ , ἸλιακόςIlianfem nom/voc/acc dualἸ̱λιακά̱ , ἸλιακόςIlianfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЦЕЦ — • Tzetzes, Τζέτζης, по имени Иоанн, поэт и грамматик, живший в 12 в. от Р. X., чрезвычайно ученый муж для своего времени. Из стихотворений его (ср. Epos, Эпос, 6) более известны; Ίλιακά, эпос в 1676 стихах и 3 отделах: τά Όμήρου, τά… … Реальный словарь классических древностей
ЭПОС — • Epos. I. У греков. Гомер обозначает эпические песни везде словом αοιδή, в то время как επος, επεα значит у него слово, речь, рассказ и история, в противоположность к μυ̃θος, который заключает понятие о субъективном… … Реальный словарь классических древностей
Tzetzes — Tzetzes, 1) Johannes, griechischer Dichter u. Grammatiker, lebte um die Mitte des 12. Jahrh. zu Constantinopel u. schr.: Ἰλιακά (welche in drei Abtheilungen, Antehomerica, Homerica u. Posthomerica zerfallen), herausgeg. von Schirach, Halle 1770;… … Pierer's Universal-Lexikon
ιλιακός — ἰλιακός, ή, όν (Α) [Ίλιος] 1. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός 2. αυτός που αναφέρεται στην Ιλιάδα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἰλιακά είδος φόρου … Dictionary of Greek
Τζέτζης — Επώνυμο λογίων του Βυζαντίου. 1. Ισαάκιος (1110 1138). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετρική. Έγραψε Σχόλια εις την Aλεξάνδραν (του Λυκόφρονα), Αστρονομικά και την έμμετρη πραγματεία Περί των μέτρων του Πινδάρου. Μερικοί αποδίδουν τα 2 πρώτα έργα… … Dictionary of Greek